- βασκάς
- βασκά̱ς , βασκάςduckmasc acc pl (doric)βασκά̱ς , βασκάςduckmasc nom sg (epic doric aeolic)βασκάςduckfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο … Dictionary of Greek
βασκά — βασκάς duck fem voc sg βασκά̱ , βασκάς duck masc nom/voc/acc dual (doric) βασκάς duck masc voc sg (doric) βασκάς duck masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκᾷ — βασκάς duck masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
φασκάς — άδος, ἡ, Α βλ. βασκάς … Dictionary of Greek